ὀξύπρῳρος

ὀξύπρῳρος
ὀξύπρῳρος
sharp-prowed
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οξύπρωρος — η, ο (Α ὀξύπρῳρος, ον) νεοελλ. φρ. «οξύπρωρο πλοίο» ναυτ. πλοίο με σχήμα πλώρης αρκετά οξύ, το οποίο τού εξασφαλίζει μεγάλη ταχύτητα, υπό την προϋπόθεση ότι και οι υπόλοιπες ναυπηγικές γραμμές του βρίσκονται σε κατάλληλη αναλογία αρχ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ὀξυπρῴροισι — ὀξύπρῳρος sharp prowed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυπρῴρῳ — ὀξύπρῳρος sharp prowed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπρωρος — βούπρῳρος, ον (Α) 1. όποιος έχει μέτωπο ή πρόσωπο βοδιού 2. η βούπρῳρος (θυσία) προσφορά 100 προβάτων και ενός βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πρῴρα (πρβλ. εύπρῳρος, καλλίπρῳρος, οξύπρῳρος)] …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”